Ανεβαίνοντας τα σκαλιά της θύρας 1-2, προσπερνώντας το πλατύσκαλο ανάμεσα από κόσμο που προχωρούσε βιαστικά, σάστισα από τη θέα του καταπράσινου χορταριού. Πρώτη φορά έβλεπα κάτι τέτοιο, άλλωστε παρθενική φορά στο γήπεδο πεντέμισι χρόνων παιδάκι τότε.
Αποσβολωμένος για κάποια δευτερόλεπτα που φάνηκαν σαν ώρες, μέχρι ο πατέρας μου να με πιάσει από το ένα χέρι και ο μεγαλύτερος αδελφός μου από το άλλο, για να μην χαθώ μέσα στο πλήθος. Θέα μαγική, τα μάτια πλημμύρισαν εικόνες. Το κεφάλι μου γυρνούσε αριστερά και δεξιά σαν βιδωτό για να χαζεύω παρέες μικρές και μεγάλες.
Άνθρωποι που είχαν πιάσει θέση από νωρίς και μυημένοι σ’ αυτή την ιερή Κυριακάτικη ιεροτελεστία είχαν στήσει τάβλι, μικροπωλητές να πουλάνε αναψυκτικά και σάντουιτς («έχω και σάμαλι παιδιά λέγεται») κόσμος με λευκά μαξιλαράκια από αφρολέξ στα χέρια να ψάχνει μια θέση στο τσιμέντο της εξέδρας, σημαίες στα χέρια και κασκόλ τυλιγμένα στο λαιμό.
Όταν πια καθίσαμε και σιγά-σιγά άρχιζα να συνηθίζω ήρθε το δεύτερο και μεγαλύτερο σοκ. Η βοή ωωωω και 11 κιτρινόμαυρα ανθρωπάκια να βγαίνουν από την καταπακτή και να ξεχύνονται στο χόρτο. Οι εξέδρες στο πόδι, Έ, Έ, Ένωσις, ΑΕΚ, ΑΕΚ. Μια από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις στη ζωή μου, σαν ένα μεγάλος παιδικός έρωτας που γεννήθηκε με τη πρώτη ματιά. Κυριακή 12 Ιανουαρίου του 1975, ΑΕΚ-Ατρόμητος 4-0.
Τότε κατάλαβα πως ένα επαρχιωτάκι σαν τον πατέρα μου που ήρθε από την Καρδίτσα στα 14 του χρόνια και πούλαγε πάγο εκεί που εγκαταστάθηκε στις γειτονιές του Πειραιά, έκανε τη σωστή επιλογή και λάτρεψε τη Ν. Φιλαδέλφεια. Ένας εσωτερικός πρόσφυγας που οι καταστάσεις τον οδήγησαν να φύγει άρον – άρον από τη Θεσσαλία και η ψυχή του τον οδήγησε στο σωστό μέρος στη γη των προσφύγων, στην ποδοσφαιρική γη της επαγγελίας.
Από τότε οι Κυριακές μου άλλαξαν οριστικά. Η απαίτηση μου δεν περιλάμβανε ποδήλατα, παιχνίδια, παγωτά ή βόλτες, αλλά ότι την Κυριακή θα πάμε στο γήπεδο. Και δόξα τω θεώ τα γνώρισα σχεδόν όλα. Τη λεωφόρο το παλιό Καραϊσκάκη, τη Ριζούπολη, τη Ν. Σμύρνη μέχρι το Ελ Πάσο της Καλλιθέας, αλλά και μεγαλώνοντας την Τούμπα το Χαριλάου το Καυτατζόγλειο, τη Δράμα, το Αλκαζάρ πολλά ακόμα μεγάλα και μικρά γήπεδα της Ελλάδας.
Σαν τη μαγεία όμως της Ν. Φιλαδέλφειας πουθενά. Θυμάμαι σαν τώρα το αυτοκίνητο του Λουκά Μπάρλου έξω από την παλιά θύρα 18 να σηκώνεται στο αέρα από φιλάθλους μέσα στην τρέλα που τον αποθέωναν, τα φώτα που έσβησαν με την Κολωνία, τον αγέρωχο Ντούσαν να κεντάει σαν παίχτης, να αποθεώνεται με την κίτρινη φόρμα ως προπονητής και να μισιέται σαν ο χειρότερος εχθρός με την κόκκινη , το Μίμη να πηδάει στο θεο, τον Δομάζο και τον Ελευθεράκη με την κιτρινόμαυρη, τη σκεπαστή να καλουπώνεται, τον σοκαριστικό τραυματισμό του Στεργιούδα, αργότερα του Δίντσικου και μετά του Κωστή, την κοπάνα που κάναμε από το σχολείο με τον Κώστα για να πάμε με τα παπάκια στον αγώνα κυπέλλου με τον σιχαμένο Μπαλή που λειτουργούσε για τον Κοσκωτά, το γκολ του Γκέσιου με τον Παναθηναϊκό, το τραινάκι του τίτλου, φιλάθλους της Κορίνθου στην 16-17 και της Καλαμάτας στο πέταλο, Ολυμπιακούς στην μισή Σκεπαστή και την 8-12 , τον Χατζηπαναγή να κάνει απίστευτα πράγματα και τις εξέδρες όρθιες να τον αποθεώνουν, τον Τόνι να φτάνει 90΄να τρέχει ακόμα σαν τρελός, τον μεγάλο Σαραβάκο που μέχρι τότε τον έβριζα να μας στέλνει στο τσάμπιονς λιγκ, τον Ντέμη να σκαρφαλώνει στα κάγκελα, χειρούργους με μαύρη στολή όπως τον Δημητρόπουλο, τον Ποντίκη και τον Χέλη φθηνά ανθρωπάκια σε αποστολή, τον Κόκκαλη με τους μπράβους του να με κοιτάζουν υποτιμητικά και απειλητικά, θυμάμαι, θυμάμαι τόσα πολλά που θα μπορούσα να γράψω βιβλίο.
Έχω γυρίσει όλες τις θύρες, από τους ορθίους όπου ο μακαρίτης ο Θανάσης ήθελε να βγάζει εισιτήριο για να μπορεί να μπορεί να βλέπει και στα δυο ημίχρονα από κοντά τις επιθέσεις της ΑΕΚ, αλλά και να μπορεί να ψιθυρίζει στον επόπτη όποτε μας αδικούσε, μέχρι τα επίσημα.
Πέρασα σαν έφηβος την εποχή της Σκεπαστής έφαγα ξύλο από τα ματ στον αγώνα με τον Ηρακλή όπου ήταν ο τελευταίος που μπήκαν, χάζευα τον μαέστρο Χατζηχρήστο ημίγυμνο να δίνει το σύνθημα «Σ΄αγαπώ πολύ…» μέχρι που βρήκαμε το λιμάνι μας με τον ψηλό και τον Κοντονή με διαρκείας στη 16-17.
Άκουσα απίστευτες ατάκες που μόνο στο γήπεδο μπορούν να ειπωθούν και γέλασα, έκλαψα από χαρά και λύπη, θύμωσα, έβρισα και ένιωσα απίστευτα συναισθήματα που μπορούν να συγκριθούν μόνο με κορυφαίες στιγμές της υπόλοιπης ζωής μου.
Και τώρα που οι ώρα πλησιάζει η προσμονή γίνεται τεράστια χαρά και συγκίνηση μαζί και κάθε μέρα η καρδιά χτυπά όλο και πιο δυνατά. 32.000 ευλογημένοι θα βρίσκονται εκεί στα άγια χώματα να ζήσουν την “άγια νύχτα” της επιστροφής. Στους περισσότερους κάποιος λείπει. Κυρίως αυτός ή αυτοί που μας έβαλαν σε αυτή την υπέροχη διαδικασία, αυτοί που μας σύστησαν με τον πιο αγαπησιάρικο σύλλογο του κόσμου, που πλέον θα παίζει στο πιο όμορφο γήπεδο του κόσμου.
Μέσα σε αυτή την ασύγκριτη ευτυχία η σκέψη τρέχει σε αυτούς που δεν πρόλαβαν. Σε αυτούς που έφυγαν νωρίς, όπως ο Λεωνίδας, ο Θανάσης, ο κυρ Νίκος, ο Διονύσης και τόσοι άλλοι. “Όταν πεθάνω θέλω να αποτεφρωθώ και τις στάχτες μου τις ρίξετε στο γήπεδο” μου έλεγες μεταξύ σοβαρού και αστείου, αλλά εγώ ήξερα ότι το εννοούσες.
Θα λείπουν κι άλλα αδέλφια μας όπως ο κυρ Στέλιος Σεραφείδης και αρκετοί ακόμα που είχαν σαν τελευταία επιθυμία να μπουν στο νέο γήπεδο αλλά δεν τα κατάφεραν για λίγο γιατί ένας τύπος που έγινε δήμαρχος Ν. Φιλαδέλφειας αποφάσισε να κάνει τον επαναστάτη στη πλάτη της ομάδας μας πολεμώντας με λύσσα το νέο γήπεδο.
Με τον μανδύα του δήθεν ιδεολόγου που αντιστέκεται στα συμφέροντα. Τόσο ιδεολόγος που όταν έχασε τις εκλογές ξέχασε ότι είναι αριστερός και βρήκε την επόμενη δουλειά του στο Δήμο Αθηναίων του δεξιού Μπακογιάννη. Τόσο βολεμένος ιδεολόγος.
Δυστυχώς για σένα Άρη η ιστορία σε κατέταξε και δεν πρόκειται ο πόλεμος που έκανες στο όνειρο του κάθε Ενωσίτη να ξεχαστεί ποτέ. Κατάφερες βέβαια να στερήσεις από ανθρώπους που πλέον δεν είναι στη ζωή το όνειρο τους να ζήσουν έστω μια φορά το νέο γήπεδο και αυτό δεν πρόκειται να σου συγχωρεθεί ποτέ. Και να ξέρεις η ζωή μερικές φορές ανταποδίδει.
Αλλά σε αυτές τις ιστορικές ώρες, σε αυτές τις τεράστιες στιγμές, δεν υπάρχει λόγος να ασχολούμαστε με τα μικρά. Το κάστρο μας, το δεύτερο σπίτι μας σε λίγες ώρες ανοίγει τις πόρτες και μας περιμένει. Ο Κώστας θα έρθει από τη Θεσσαλονίκη, ο Κοντονής θα πάει με τον λεβέντη του που έγινε δυο μέτρα άντρας για ζήσει αυτή τη μοναδική ατμόσφαιρα χιλιάδες άνθρωποι θα είναι εκεί, εκατομμύρια άλλοι θα το ζήσουν από την τηλεόραση και άλλοι από εκεί ψηλά θα μας μας βλέπουν και θα χαμογελούν.
Η ώρα έφτασε αδέλφια και το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω…